συνεπασκώ

συνεπασκώ
-έω, Α
εξασκώ κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”